Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γνάπτω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
γνάπτω· γνάφω.
  • 1) Κατεργάζομαι δέρματα:
    • λουρία … γναμμένα με την στύψιν (Διήγ. παιδ. 641).
  • 2) (Προκ. για δέρμα ανθρώπου) κάνω σκληρό σαν πετσί από το πολύ ξύλο:
    • (Φορτουν. Α´ 114).
  • 3) (Προκ. για νύχια) ξύνω:
    • κάθισον αυτόν (ενν. τον ιέρακα) εν δόρατι πλατεί, ίνα μη γνάπτῃ τους όνυχας αυτού (Ορνεοσ. αγρ. 5538).
  • 4) (Μεταφ.) ξεσχίζω την καρδιά κάπ., του προξενώ μεγάλη θλίψη:
    • (Κυπρ. ερωτ. 10126).

[μτγν. γνάπτω. Ο τ. μτγν. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες