Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- γλυκύτης η· γλυκύτητα.
-
- 1) Γλυκύτητα στη γεύση, γλυκάδα:
- γλυκύτητα του μέλιτος (Ιερακοσ. 40420).
- 2) Γλυκύτητα στο άκουσμα:
- (Αιτωλ., Μύθ. 1296).
- 3) Απόλαυση, ευχαρίστηση:
- (Λίβ. N 2878).
- 4) Ηδονή (ερωτική):
- το συγγενέσθαι άνδρα και γνωρίσαι και την φύσιν της γλυκύτητος εκείνης, μίξεως και συνουσίας (Πτωχολ. α 591).
- 5) Ευτυχία:
- (Λόγ. παρηγ. L 682).
- 6) Γλυκύτητα στους τρόπους, ευγένεια:
- εθαύμασεν ο βασιλεύς την σύνεσην του νέου … και την γλυκύτητά του (Απολλών. 164).
- 7) (Προκ. για τοπίο) ηρεμία, γαλήνη:
- (Λόγ. παρηγ. L 137).
[αρχ. ουσ. γλυκύτης. Ο τ. στο Βλάχ. και σήμ. Βλ. και γλυκότης]
- 1) Γλυκύτητα στη γεύση, γλυκάδα: