Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γλαυκός -ή -ό [γlafkós] Ε1 : ανοιχτός γαλάζιος, απόχρωση κυρίως του ουρανού ή της θάλασσας. || (ως ουσ.) το γλαυκό, το γλαυκό χρώμα.
[λόγ. < αρχ. γλαυκός]