Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γλαῦκος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γλαυκός -ή -ό [γlafkós] Ε1 : ανοιχτός γαλάζιος, απόχρωση κυρίως του ουρανού ή της θάλασσας. || (ως ουσ.) το γλαυκό, το γλαυκό χρώμα.

[λόγ. < αρχ. γλαυκός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες