Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γιατρός
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γιατρός ο [jatrós] Ο17 θηλ. γιατρός [jatrós] Ο34 & (οικ.) γιατρίνα [jatrína] Ο26 & (λαϊκότρ.) γιάτρισσα [játrisa] Ο27α & γιατρέσα [jatrésa] Ο25α : 1. αυτός που έχει συμπληρώσει τον προκαθορισμένο κύκλο σπουδών στην Iατρική Σχολή και έχει αποκτήσει τα απαιτούμενα προσόντα για την άσκηση του ιατρικού επαγγέλματος: Nοσοκομειακός / στρατιωτικός ~. Aγροτικός ~. Οικογενειακός / σχολικός ~. ~ παθολόγος / χειρούργος. Σπουδάζει ~. Tρέχει συνέχεια στους γιατρούς. Mε βλέπει ο ~, με εξετάζει. (έκφρ.) να πας να σε δει / να σε κοιτάξει ~ (ενν. ο ψυχίατρος), για κπ. που συμπεριφέρεται παράλογα ή παράξενα. || ως κατάρα: Στους γιατρούς να τα δώσεις! (ενν. τα λεφτά σου). ANT Σε καλή μεριά! 2. (μτφ.) που καταπραΰνει, ανακουφίζει, θεραπεύει: Ο χρόνος είναι ο καλύτερος ~ (ενν. για τον ψυχικό πόνο). 3. (θηλ.) α. γιατρίνα, για τη γυναίκα γιατρό και σπάνια για τη γυναίκα του γιατρού. β. γιάτρισσα, γιατρέσα, κυρίως για τη γυναίκα γιατρό ή για γυναίκα που θεραπεύει με γιατροσό φια. γιατρουδάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1, ο νέος γιατρός και μειωτικά ο άπειρος γιατρός. γιατρουδάκος ο YΠΟKΟΡ στη σημ. 1, ο νέος γιατρός και μειωτικά ο άπειρος γιατρός.

[μσν. γιατρός < αρχ. ἰατρός με τρο πή του άτ. [i] σε ημίφ. [ι] πριν από άλλο φων. και τελικά σε [j] σε αρχή λ. πριν από φων. (συνίζ. για αποφυγή της χασμ., σύγκρ. γιορτήγιατρ(ός) -ίνα· γιατρ(ός) -ισσα· γιατρ(ός) -έσα· γιατρ(ός) -ουδάκι· γιατρουδάκ(ι) -ος]

[Λεξικό Κριαρά]
γιατρός ο· ιατρός.
  • α) Γιατρός:
    • (Διγ. Άνδρ. 40626
    • το θάνατο μηδέ γιατρός μηδέ χορτάρι γιαίνει (Ερωτόκρ. Γ´ 1294
  • β) (μεταφ.) αυτός που παύει ψυχικά πάθη και πόνους, λυτρωτής:
    • προς τον γιατρόν της φρόνησής μας δράμε (Φαλιέρ., Ρίμ. 47
    • εις κάθε ανάγκη και κακόν εσύ ήσουν ο γιατρός μου (Ερωτόκρ. Γ´ 106).

[αρχ. ουσ. ιατρός, σήμ. λόγ. Η λ. στο LBG, στο Meursius (λ. γιατρεύειν) και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γιατροσόφι το [jatrosófi] Ο44 : θεραπευτική μέθοδος με καθαρά εμπειρικό χαρακτήρα. || (μειωτ.) για μέθοδο ή μέσα που θεωρούμε ότι είναι εντελώς αναποτελεσματικά: Mε γιατροσόφια προσπαθούν να βελτιώσουν την οικονομική κατάσταση.

[μσν. ιατροσόφι ( [ia > ja] σύγκρ. γιατρός) < ιατρ(ός) -ο- + σοφί(α) -ον (πρβ. ελνστ. ἰατροσοφιστής `καθηγητής ιατρικής΄)]

[Λεξικό Κριαρά]
γιατροσόφι το· γιατροσόφιν· ιατροσόφι.
  • Βιβλίο ιατρικής που περιέχει συλλογή συνταγών:
    • (Ιατροσ. κώδ. ωιθ´).

[<ουσ. ιατροσόφιον (Steph.) <ιατροσοφία (8.-9. αι., Lampe). Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
γιατροσύνη η.
  • Θεραπεία:
    • (Αγν., Ποιήμ. Α´ 77).

[<ουσ. γιατρός + κατάλ. σύνη. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες