Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γηρατειά τα [jiratxá] Ο38 : η τελευταία περίοδος της ζωής του ανθρώπου που ακολουθεί την ωριμότητα και χαρακτηρίζεται από εξασθένηση των βιολογικών λειτουργιών και υποχώρηση της ζωτικότητας· γεράματα: Φοβάται τα ~. H αρτηριοσκλήρωση είναι αρρώστια των γηρατειών. Πέθανε από ~. Έχουν ένα παιδί αποκούμπι για τα ~ τους. || οι γέροι: Tιμημένα ~.
[λόγ. επίδρ. στο γερατειά]