Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γεφύριον
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
γεφύριον το· γεοφύρι(ον)· γεφύρι(ν)· γιοφύρι· γιοφύριν· γιοφύριον.
  • 1) Γέφυρα:
    • (Ερωτοπ. 704
    • πού είναι λάσπη και νερά γεφύρια να στήσεις (Ιστ. Βλαχ. 2236).
  • 2) Έκφρ. της Τρίχας το γιοφύρι = γέφυρα που κατορθώνουν να περάσουν μόνο οι δίκαιοι πηγαίνοντας στον παράδεισο:
    • (Φαλιέρ., Ρίμ. 67).

[μτγν. ουσ. γεφύριον. Ο τ. γεφύρι και σήμ. Ο τ. γιοφύρι στο Meursius (η) και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες