Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γενίκευση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γενίκευση η [jeníkefsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του γενικεύω: H ~ των φορολογικών μέτρων. Έχει την τάση να απλοποιεί τα προβλήματα σύμφωνα με συνοπτικές και αβάσιμες γενικεύσεις.

[λόγ. γενικεύ(ω) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. généralisation]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες