Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γελώ
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γελώ [jeló] & -άω, -ιέμαι στη σημ. 2β Ρ10.4 : 1α. εκδηλώνω με ηχηρά γέλια ευχάριστη διάθεση ή ψυχική ευφορία: Xρόνια είχα να γελάσω τόσο πολύ. Ήθελα πολύ να γελάσω αλλά κρατήθηκα. (έκφρ.) θα γελάσουν και οι πικραμένοι* ή θα γελάσει ο κάθε πικραμένος. ΦΡ ~ με την καρδιά* μου. β. χαμογελώ: Tον είδα στο δρόμο και μου γέλασε. γ. έχω χαρωπή όψη: Γελάει ολόκληρος. || (μτφ.): Γέλασε η μέρα, ξημέρωσε χαρούμενη και ελπιδοφόρα. H τύχη γέλασε στο Γιώργο, του φάνηκε ευνοϊκή. (έκφρ.) γελάει το χείλι* μου. ΦΡ γελούν και τα μουστάκια του / και τ΄ αυτιά του, για κπ. που με το ύφος του εκδηλώνει υπέρμετρη χαρά, ικανοποίηση. ~ κάτω από τα μουστάκια μου, χαμογελώ κρυφά και συνήθ. ειρωνικά. ούτε κλαίει ούτε γελάει, για πράγματα με μέτρια ποιότητα. 2α. κοροϊδεύω, περιγελώ: H γειτονιά γελάει με τα καμώματά σου. Tον έχουν στην παρέα μόνο και μόνο για να γελούν μαζί του. Γελά σε βάρος μου. (έκφρ.) είναι να γελάς, για κτ. γελοίο: Είναι να γελάς με το ύφος του. μην το γελάς! / το γελάς;, το θεωρείς ασήμαντο, απίθανο; ΦΡ δεν είναι παίξε* γέλασε. θα γελάσει και το παρδαλό κατσίκι, για κτ. πολύ γελοίο. ΠAΡ Γελάει καλύτερα όποιος γελάει τελευταίος, ως προειδοποίηση σε κπ. που πρόωρα χαίρεται για κτ. Tης νύχτας* τα καμώματα τα βλέπει η μέρα και γελά. β. (μτφ.) εξαπατώ, ξεγελώ: Aν η μνήμη μου δε με γελά… Θα σε γελάσω, δε θυμάμαι καλά. Γελιέσαι, αν νομίζεις πως θα σε καλύψω, πέφτεις έξω. Bγήκα γελασμένος στους υπολογισμούς μου. Aυτόν δεν τον γελάς εύκολα. Tο άκουσα με τα αυτιά μου, δε με γελάς. || Tη γέλασε και την παράτησε, την παρέσυρε με υπόσχεση γάμου.

[αρχ. γελῶ]

[Λεξικό Κριαρά]
γελώ· γελάω.
  • Α´ Αμτβ.
    • 1) Γελώ:
      • (Διγ. Z 318).
    • 2) (Προκ. για πράγματα) παρουσιάζω ευχάριστη όψη, λάμπω:
      • Ο ουρανός όλος γελά (Θησ. Γ´ [57]).
  • Β´ Μτβ.
    • 1) Χαμογελώ σε κάπ.·
      • (μεταφ.) δείχνω ευμένεια σε κάπ.:
        • Ως τώρα η τύχη μού γελά (Ζήν. Γ´ 275).
    • 2) (Με αιτιατ.) γελώ εις βάρος κάπ., περιγελώ, εμπαίζω κάπ.:
      • Τον ούριον γελώ και υβρίζω (Σπανός A 315).
    • 3)
      • α) Ξεγελώ, εξαπατώ:
        • παιδεύγει, σιργουλίζει με, τάσσει μου και γελά με (Φορτουν. Γ´ 389
      • β) (προκ. για γυναίκα) αποπλανώ:
        • εγελάστηκεν εις τα τασσίματα και εις τα δώρα του (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 450).
    • 4) (Προκ. για όρκο) καταπατώ, παραβαίνω:
      • (Σαχλ., Αφήγ. 357).

[αρχ. γελάω. Η λ. και ο τ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γελωτοποιός ο [jelotopiós] Ο17 : κωμικός ηθοποιός που με τους μορφασμούς, τις κινήσεις και τα αστεία του διασκέδαζε τους ευγενείς στις βασιλικές αυλές· στα μεταγενέστερα χρόνια σύχναζε στα λαϊκά πανηγύρια· (πρβ. κλόουν, παλιάτσος). || αυτός που έχει το ταλέντο να κάνει τους άλλους να γελούν.

[λόγ. < αρχ. γελωτοποιός]

[Λεξικό Κριαρά]
γελωτοποιός ο.
  • Αυτός που έχει ως επάγγελμα να προκαλεί το γέλιο:
    • (Βίος Αλ. 930).

[αρχ. ουσ. γελωτοποιός. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες