Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- γεις, αριθμητ.,
- βλ. είς.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γείσο το [jíso] Ο39 : 1. η προεξοχή της στέγης που περιβάλλει ένα κτίριο· γείσωμα. 2. προεξοχή πηλικίου ή κασκέτου που σκιάζει το μέτωπο και προστατεύει τα μάτια από τον ήλιο.
[λόγ. < αρχ. γεῖσον]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γείσωμα το [jísoma] Ο49 : η προεξοχή της στέγης που περιβάλλει ένα κτίριο· γείσο.
[λόγ. < ελνστ. γείσωμα]