Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γαστρίον
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
γαστρίον το· γαστρί.
  • 1) Είδος πήλινου δοχείου:
    • κρατούσι (ενν. οι μοναχοί) γαρ εν ταις χερσίν … γαστρί ενέχον άνθρακας (Παϊσ., Ιστ. Σινά 116).
  • 2) (Πιθ.) μαργαριτάρι:
    • εφόρει και λωρίκιον μετά χρυσών γαστρίων (Διγ. Z 3445).

[αρχ. ουσ. γαστρίον. Ο τ. στο LBG (λ. ίον), στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες