Παράλληλη αναζήτηση
9 εγγραφές [1 - 9] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- γάστρι,
- βλ. εγγάστριον.
[Λεξικό Κριαρά]
- γαστρί το,
- βλ. γαστρίον.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γαστρικός -ή -ό [γastrikós] Ε1 : (ιατρ.) που έχει σχέση με το στομάχι: Γαστρικό υγρό. ~ πυρετός / φόρτος.
[λόγ. < γαλλ. gastrique < αρχ. γαστρ- (γαστήρ) `κοιλιά΄ -ique = -ικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γαστριμαργία η [γastrimarjía] Ο25 : η ιδιότητα εκείνου που αγαπά υπερβολικά το εκλεκτό φαγητό.
[λόγ. < αρχ. γαστριμαργία]
[Λεξικό Κριαρά]
- γαστριμαργίζω.
-
- Τρώω πολύ και λαίμαργα:
- (Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. II 123).
[<αόρ. του γαστριμαργέω (4.-5. αι., DGE). Το μέσ. πιθ. το 10. αι. (LBG)]
- Τρώω πολύ και λαίμαργα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γαστριμαργικός -ή -ό [γastrimarjikós] Ε1 : που αναφέρεται στη γαστριμαργία: Γαστριμαργικές απολαύσεις.
[λόγ. < ελνστ. γαστριμαργικός]
[Λεξικό Κριαρά]
- γάστρινος, επίθ.
-
- Πήλινος:
- γάστρινα σκεύη (Παράφρ. Χων. 260).
[<ουσ. γάστρα + κατάλ. ‑ινος. Η λ. στο Du Cange και σήμ. ιδιωμ.]
- Πήλινος:
[Λεξικό Κριαρά]
- γαστρίον το· γαστρί.
-
- 1) Είδος πήλινου δοχείου:
- κρατούσι (ενν. οι μοναχοί) γαρ εν ταις χερσίν … γαστρί ενέχον άνθρακας (Παϊσ., Ιστ. Σινά 116).
- 2) (Πιθ.) μαργαριτάρι:
- εφόρει και λωρίκιον μετά χρυσών γαστρίων (Διγ. Z 3445).
[αρχ. ουσ. γαστρίον. Ο τ. στο LBG (λ. ‑ίον), στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Είδος πήλινου δοχείου:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γαστρίτιδα η [γastrítiδa] Ο28 : (ιατρ.) φλεγμονή του βλεννογόνου του στομάχου, οξείας ή χρόνιας μορφής.
[λόγ. < νλατ. gastritis < αρχ. γαστρ- (γαστήρ) `κοιλιά΄ -itis = -ίτις > -ίτιδα]