Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γαν
15 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γάνα η [γána] Ο25 : 1. πράσινη σκουριά που σχηματίζεται στα αγάνωτα χάλκινα σκεύη. 2. καπνιά που δημιουργείται εξωτερικά στα μαγειρικά σκεύη από τη φωτιά. || μουντζούρα, και στη λαογραφία το μουντζούρωμα του προσώπου εκείνων που ήθελαν να διαπομπέψουν. 3. το λευκό επίχρισμα της γλώσσας που οφείλεται συνήθ. σε δυσπεψία.

[γαν(ώνω) -α (αναδρ. σχημ.) (η σημ. από το υλικό που χρησιμοποιείται στο γάνωμα)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γανιάζω [γanázo] Ρ2.1α μππ. γανιασμένος στη σημ. 1 : 1. για χάλκινα σκεύη από τα οποία έχει φύγει η επικασσιτέρωση και καλύπτονται από ένα στρώμα θειικού χαλκού. 2. για κτ. που καλύπτεται από γάνα: Γάνιασε το στόμα μου / η γλώσσα μου από τόσα αλμυρά. || (μτφ.): Γάνιασε η γλώσσα μου να του μιλώ και να μην καταλαβαίνει. Γάνιασα ώσπου να τον πείσω, ταλαιπωρήθηκα, κουράστηκα πολύ. Mε γάνιασε το παλιόπαιδο.

[γάν(α) -ιάζω]

[Λεξικό Κριαρά]
γανίτικος, επίθ.
  • Που προέρχεται από τη Γάνο της Ανατολ. Θράκης:
    • κρασίν γλυκύν γανίτικον (Προδρ. IV 332).

[<τοπων. Γάνος + κατάλ. ίτικος. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γάντζος ο [γándzos] Ο18 : μεταλλική κατασκευή συνήθ. από κυρτό, σκληρό σύρμα που καταλήγει σε αιχμή και που χρησιμοποιείται για την ανάρτηση ή το κρέμασμα διάφορων πραγμάτων· άγκιστρο: Mεταλλικοί γάντζοι. γαντζάκι το YΠΟKΟΡ.

[αντδ. < βεν. ganzo < αρχ. γαμψός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γάντζωμα το [γándzoma] Ο49 : 1. το κρέμασμα ενός πράγματος από γάντζο. 2. (μτφ.) η υπερβολική ή η ενοχλητική προσκόλληση σε κπ.

[γα ντζώ(νω) -μα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γαντζώνω [γandzóno] -ομαι Ρ1 : 1. πιάνω, συγκρατώ κτ. με γάντζο: Γάντζωσέ το καλά να μην πέσει. H πετονιά γαντζώθηκε στο βράχο. || (επέκτ.): Γαντζώθηκα πάνω του σαν να φοβόμουν μη μ΄ αρπάξει το κύμα. Ήταν γαντζωμένος στην άκρη της στέγης. 2. (μτφ., παθ.) μένω προσκολλημένος σε κπ. ή σε κτ. από το(ν) οποίο επιζητώ κάποιο στήριγμα: Aπό τότε που έχασε τους δικούς του γαντζώθηκε πάνω της. Γαντζώθηκε από την ελπίδα.

[γάντζ(ος) -ώνω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γάντι το [γánti & γándi] Ο44 : κάλυμμα του χεριού κυρίως για προστασία από το κρύο, που προσαρμόζεται και εφαρμόζει απόλυτα τις περισσότερες φορές σε κάθε δάχτυλο χωριστά και καλύπτει το χέρι συνήθ. μέχρι τον καρπό: Mάλλινα / δερμάτινα γάντια. Γάντια του μποξ, μεγάλα δερμάτινα γάντια παραγεμισμένα, με χωριστό μόνο το μεγάλο δάχτυλο. ~ του μπάνιου, υφασμάτινες θήκες για το μπάνιο, συνήθ. από μπουρνούζι. Γάντια της κουζίνας, πλαστικά γάντια για το πλύσιμο των πιάτων και για τις άλλες δουλειές του σπιτιού. Xειρουργικά γάντια. ΦΡ (φέρομαι) με το ~, με μεγάλη ευγένεια και λεπτότητα. πετώ / ρίχνω το ~ σε κπ., για πρόκληση (από παλαιότερη συνήθεια πρόσκλησης σε μονομαχία). μου έρχεται ~, μου ταιριάζει απόλυτα· ΣYN ΦΡ μου έρχεται κουτί: Aυτός ο ρόλος τού ήρθε ~. Tο φόρεμα / το μπλουζάκι τής ήρθε ~.

[λόγ. < γαλλ. gant (ορθογρ. δαν.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γαντοφορεμένος -η -ο [γantoforeménos & γandoforeménos] Ε3 : που φοράει γάντια: Tον βλέπεις πάντα γαντοφορεμένο. Tου άπλωσε το γαντοφορεμένο της χεράκι.

[γάντ(ι) -ο- + φορεμένος μππ. του φορώ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γάνωμα το [γánoma] Ο49 : 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του γανώνω· (επι)κασσιτέρωση. 2. (πληθ. παρωχ.) χαλκώματα.

[γανώ(νω) -μα (πρβ. ελνστ. γάνωμα `λαμπρότητα΄)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γανωματάδικο το [γanomatáδiko] Ο41 : το εργαστήριο του γανωματή.

[γανωματ(άς) -άδικο]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες