Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γαλατένιος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γαλατένιος -α -ο [γalaténos] Ε4 : που έχει το χρώμα του γάλακτος· εξαιρετικά άσπρος και αφράτος: Γαλατένιο δέρμα. Γαλατένια χέρια.

[γαλατ- (γάλα) -ένιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες