Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γέροντας
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γέροντας ο [jérondas] Ο5 πληθ. και γερόντοι κυρίως στη σημ. 3 θηλ. γερόντισσα [jeróndisa] Ο27 : 1. γέρος: Ένας σεβάσμιος ~ διηγόταν παλιές ιστορίες. Πρέπει να ακούς τι λένε οι γεροντότεροι. 2. (οικ.) παπάς και μοναχός· ιερομόναχος: Δε θα γίνει ο εσπερινός, γιατί λείπει ο ~. || (θηλ.) προϊσταμένη μοναχή. 3. (ιστ.) προεστοί, δημογέροντες. γεροντάκος ο YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. γεροντάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1: Aνήμπορο ~.

[μσν. γέροντας < αρχ. γέρων, αιτ. -οντα· γέροντ(ας) -ισσα· γέροντ(ας) -άκος (πρβ. μσν. γεροντάκης)]

[Λεξικό Κριαρά]
γέροντας ο.
  • 1) Γέρος:
    • ήτονε δεκοκτώ χρονώ, μα ’χε γερόντου γνώση (Ερωτόκρ. Α´ 79).
  • 2)
    • α) Προεστός, δημογέροντας:
      • Τότες από τους γέροντες το θέλημαν εδόθη (Ερωτόκρ. Β´ 1371
      • γέροντας … της χώρας (Λεηλ. Παροικ. 299
    • β) (ως μέλος συμβουλευτικού σώματος, «γερουσίας»):
      • βουλήν εποιήσασιν οι γέροντες απάσης της Ασίας (Διγ. Esc. 726).
  • 3) (Ως επίθ.· συγκρ. βαθμός: γεροντότερος) που είναι πιο προχωρημένης ηλικίας:
    • Ως γεροντότερος εγώ ν’ αποκριθώ μοι φάνη (Κορων., Μπούας 53).

[αρχ. ουσ. γέρων. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες