Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- γέννησις ‑ση η.
-
- 1) Το να γεννηθεί κάπ., γέννηση κάπ.:
- (Πανώρ. Β´ 489).
- 2) Δημιουργία, προέλευση:
- ετούτες οι γέννησες του ουρανού και της ηγής (Πεντ. Γέν. II 4).
- 3)
- α) Καταγωγή:
- (Καλλίμ. 1844)·
- β) συγγενείς:
- μόνε προς την ηγή μου και προς την γέννησή μου να πάγω (Πεντ. Αρ. X 30).
- α) Καταγωγή:
- 4)
- α) Τέκνα, απόγονοι:
- η γέννησή σου, ος εγέννησες καταπόδου τους εσέν να είναι (Πεντ. Γέν. XLVIII 6)·
- β) οικογένεια:
- Ρωτημό ερώτησεν ο ανήρ γιατ’ εμάς και για την γέννησή μας (Πεντ. Γέν. XLIII 7).
- α) Τέκνα, απόγονοι:
- 5) (Πληθ.)
- α) συγγένεια, συσχέτιση:
- ετούτες οι γενεές, παιδιά του Νοάχ εις τις γέννησές τους εις τα έθνη τους (Πεντ. Γέν. X 32)·
- β) διηγήσεις για τη γενιά κάπ., γενεαλογία:
- ετούτες οι γέννησες του Νοάχ (Πεντ. Γέν. VI 9)·
- έκφρ. χαρτί γέννησες = βίβλος γενεαλογιών:
- (Πεντ. Γέν. V 1).
- α) συγγένεια, συσχέτιση:
[αρχ. ουσ. γέννησις. Η λ. (‑ση) και σήμ.]
- 1) Το να γεννηθεί κάπ., γέννηση κάπ.: