Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βύθισμα το [víθizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του βυθίζω. || (ναυτ.) το τμήμα του πλοίου που βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, από την ίσαλη γραμμή ως την καρίνα: Πρυμναίο / πρωραίο / μεσαίο ~. Πλοίο με ~ δεκαπέντε ποδών. || (γεωλ.) κάθε περιοχή του φλοιού της γης που είναι χαμηλότερη από αυτές που την περιβάλλουν.
[λόγ. βυθισ- (βυθίζω) -μα]