Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βωξ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βωξίτης ο [voksítis] Ο10 : ιζηματογενές συμπαγές πέτρωμα κιτρινόλευκου χρώματος, από το οποίο παράγεται η αλουμίνα.

[λόγ. < γαλλ. baux(ite) -ίτης (ορθογρ. δαν.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες