Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- βωβός, επίθ.,
- βλ. βουβός (II).
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βωβός -ή -ό [vovós] Ε1 : (λόγ.) βουβός: ~ κινηματογράφος. Hθοποιός του βωβού. ANT ομιλών. Bουβό* / βωβό πρόσωπο.
[λόγ. < ελνστ. βωβός & σημδ. γαλλ. muet]