Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- βρώμα το.
-
– Βλ. και βρώμος.
- 1) Τροφή:
- (Καλλίμ. 357)·
- με βρώματα πνευματικά (Μορεζίν., Λόγ. 466).
- 2) (Προκ. για τροφή αρπακτικού ζώου ή πτηνού)
- α) θήραμα:
- (Ερωτόκρ. Δ´ 1026)·
- β) ψοφίμι:
- ως γύπες εις το βρώμα (Γεωργηλ., Βελ. Λ 278).
- α) θήραμα:
- 3) Δόλωμα:
- (Ερωτόκρ. Δ´ 25).
- 4) (Προκ. για τον άνθρωπο μετά θάνατον) σήψη, αποσύνθεση:
- (Συναξ. γυν. 57).
[αρχ. ουσ. βρώμα. Πβ. και βρό‑. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Τροφή: