Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βρύον
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
βρύον το· βρυγιό· βρυό.
  • (Συν. στον πληθ.) θαλάσσια φυτά, φύκια:
    • με κύματα άσπρα και θολά, βρυγιά ανακατωμένα (Ερωτόκρ. Α´ 1631).

[αρχ. ουσ. βρύον. Οι τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ. (ο)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες