Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βρομώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
βρομώ.
– Βλ. και βρομίζω.
  • Αμτβ.
    • 1) Μυρίζω άσχημα:
      • (Κώδ. Χρονογρ. 696).
    • 2) (Προκ. για πληγή) σαπίζω:
      • εβρόμησεν η πληγή (Ασσίζ. 4313).
    • 3) (Μεταφ.) γίνομαι αηδιαστικός:
      • εβρόμησαν εις τον Θεόν μάχες των ομοφύλων (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 579).
    • 4) (Μεταφ.) προκαλώ αηδία σε κάπ.:
      • της βρομεί η εργασία του (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 450).

[αρχ. βρομέω. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
βρομώδης, επίθ.
  • Που μυρίζει άσχημα:
    • (Ιερακοσ. 37911‑2).

[μτγν. επίθ. βρομώδης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες