Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βρομόνερο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βρομόνερο το [vromónero] Ο41 (συνήθ. πληθ.) : βρόμικο νερό: Mην παίζεις με τα βρομόνερα.

[βρομο- + νερ(ό) -ο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες