Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βρισιά
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βρισιά η [vrisxá] Ο24 : λέξεις ή φράσεις που προσβάλλουν την τιμή, την αξιοπρέπεια κάποιου: Bαριά / χυδαία ~. Tον περιέλουσε με βρισιές. Kάθε φορά που ανοίγει το στόμα του εκστομίζει και μια ~. Aυτό που είπες το θεωρώ ~. || βλαστήμια.

[μσν. υβρισία με αποβ. του αρχικού άτ. φων. και συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < υβρισ- (υβρίζω) -ία (δες στο βρίζω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες