Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βραδυκίνητος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βραδυκίνητος -η -ο [vraδikínitos] Ε5 : 1. που κινείται αργά· αργοκίνητος: Bραδυκίνητο όχημα. 2. (μτφ.) αργός, νωθρός: Παχύς και ~ άνθρωπος. Bραδυκίνητη γραφειοκρατία.

[λόγ. < ελνστ. βραδυκίνητος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες