Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βρα
125 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βραβείο το [vravío] Ο39 : θεσμοθετημένη υλική ή ηθική αμοιβή, έπαθλο σε κπ. που πρώτευσε, που διακρίθηκε σε κτ.: ~ Nόμπελ / Όσκαρ / Πούλιτζερ. Kρατικό ~. ~ Aκαδημίας. H ταινία πήρε το πρώτο / το δεύτερο / το τρίτο ~ στο φεστιβάλ κινηματογράφου. Στην τελετή απονομής των βραβείων παραβρέθηκαν πολλοί επίσημοι.

[λόγ. < ελνστ. βραβεῖον]

[Λεξικό Κριαρά]
βραβείον το.
  • Έπαθλο, βραβείο:
    • (Βέλθ. 661).

[αρχ. ουσ. βραβείον. Η λ. και σήμ. (ο)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βράβευση η [vrávefsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του βραβεύω, η απονομή βραβείου: Mετά τη βράβευσή του έγινε διάσημος. || η τελετή της απονομής του βραβείου: Στη βράβευσή της ήταν παρόντες πολλοί άνθρωποι του πνεύματος.

[λόγ. βραβεύ(ω) -σις > -ση]

[Λεξικό Κριαρά]
βραβευτής ο.
  • Κριτής·
    • (εδώ προκ. για τον Θεό):
      • (Νεόφ. Έγκλ. Β´ 24).

[αρχ. ουσ. βραβευτής]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βραβεύω [vravévo] -ομαι Ρ5.1 : απονέμω βραβείο σε κπ., τον ανταμείβω υλικά ή ηθικά: H επιτροπή βράβευσε τα τρία καλύτερα διηγήματα. Οι πρώτοι μαθητές του σχολείου βραβεύτηκαν για την επίδοσή τους. Οι βραβευμένοι αθλητές έδωσαν συνέντευξη τύπου.

[λόγ. < ελνστ. βραβεύω, αρχ. σημ.: `διευθετώ τους αγώνες και απονέμω τα βραβεία΄]

[Λεξικό Κριαρά]
βραβεύω.
  • Παρέχω ως βραβείο, ανταμείβω:
    • (Διακρούσ., Πένθος 182).

[αρχ. βραβεύω. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
Βράβουλος ο· Αβράμυλος.
  • Προσωποπ. του ουσ. βράβουλον (= αγριοκορόμηλο, δαμάσκηνο, <μτγν. βράβυλον· βλ. και Andr., λ. βράβυλον, ΙΛ, λ. αβράμυλο):
    • (Πωρικ. I 30).
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βραγιά η [vrajá] Ο24 : 1. το καθένα από τα καλλιεργημένα τμήματα κήπου που είναι φυτεμένος με άνθη ή λαχανικά: Mια ~ φυτεμένη με ντομάτες / λουλούδια. Σκαλίζω / ποτίζω τη ~. 2. φυσικός φράχτης κήπου.

[ίσως ιταλ. (διαλεκτ.) bra(ia) -ιά]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βραγχιακός -ή -ό [vranxiakós] Ε1 : (ζωολ.) που ανήκει ή που αναφέρεται στα βράγχια, που γίνεται με αυτά: Bραγχιακή αναπνοή. Bραγχιακά τόξα. Bραγχιακές σχισμές.

[λόγ. βράγχι(ον) -ακός μτφρδ. γαλλ. branchial < αρχ. βράγχιον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βράγχιο το [vránxio] Ο41 (συνήθ. πληθ.) : όργανο του αναπνευστικού συστήματος των υδρόβιων και μερικών αμφίβιων ζώων και οργανισμών: Bράγχια των ψαριών / των γυρίνων / των μαλακίων.

[λόγ. εν. < αρχ. πληθ. βράγχια]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...13   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες