Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βουνός
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
βουνός ο.
  • Βουνό:
    • (Καλλίμ. 80).

[αρχ. ουσ. βουνός. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες