Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βουβάλιον
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
βουβάλιον το· βουβάλι· βουβάλιν.
  • 1) Είδος βοοειδούς:
    • (Ανακάλ. 81
    • (μεταφ. προκ. για ανόητο, αγροίκο άνθρωπο):
      • αυτείνος έν βουβάλι (Δεφ., Λόγ. 100).
  • 2) (Επιθετ.) που προέρχεται από βουβάλι:
    • σακίν βουβάλιν (Σπανός A 457).

[<ουσ. βούβαλος + κατάλ. ιον. Ο τ. ι και σήμ. Η λ. τον 5.-6. αι.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες