Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βοτάνη
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
βοτάνη η· γεν. βοτάνου.
  • 1) (Γεν.) χόρτο:
    • (Προδρ. II 102).
  • 2)
    • α) Φαρμακευτικό, θεραπευτικό βότανο, βοτάνι:
      • ουκ ειδότες … ποίαν βοτάνην εκθλίβουσιν, ίνα ποιήσωμεν έμπλαστρον (Δούκ. 574
    • β) εκφρ. (ονομασίες φαρμακευτικών φυτών)
      • (1) ελαφική βοτάνη (βλ. και ελαφικός έκφρ):
        • (Ιερακοσ. 47024
      • (2) μισόδουλος βοτάνη:
        • (Ιερακοσ. 36027
      • (3) σιδηρίτις βοτάνη:
        • (Ορνεοσ. αγρ. 52030
      • (4) φιλάνθρωπος βοτάνη:
        • (Ιερακοσ. 4279
    • γ) μαγικό βότανο:
      • προς ονειροπόμπιον … ευρών βοτάνας (Βίος Αλ. 250).
  • 3) Πυρίτιδα, μπαρούτι:
    • βοτάνης συσκευασία εκ νίτρου τεάφης (Δούκ. 2653).

[αρχ. ουσ. βοτάνη. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες