Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βοήθημα
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βοήθημα το [voíθima] Ο49 : 1. ό,τι παρέχεται (κυρ. σε χρήμα ή σε είδος) ως βοήθεια σε άτομα ή σε ομάδες που έχουν ανάγκη: Ο δήμος θα μοιράσει βοηθήματα σε άπορες οικογένειες. Δε δικαιούται σύνταξη, παίρνει μόνο ένα μικρό ~. 2. βιβλίο ή σύγγραμμα από το οποίο αντλεί κάποιος πληροφορίες και υλικό, για να το χρησιμοποιήσει για συγγραφή ή μελέτη: Tο βιβλίο που κυκλοφόρησε, αποτελεί ένα πολύτιμο ~ για τους μελετητές της ευρωπαϊκής ιστορίας. Λεξικά, εγκυκλοπαίδειες και άλλα βοηθήματα.

[λόγ. < ελνστ. βοήθημα, αρχ. σημ.: `υποστήριξη΄]

[Λεξικό Κριαρά]
βοήθημα το· βούθημαν.
  • α) Αυτό που βοηθά, συντελεί στη θεραπεία:
    • σημείον δε του καλώς έχειν αυτόν εστίν όταν εύρῃς το βοήθημα χαύνον (Ιερακοσ. 48816
  • β) φάρμακο:
    • (Ασσίζ. 18330).

[αρχ. ουσ. βοήθημα. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βοηθηματούχος ο [voiθimatúxos] Ο18 : αυτός που δικαιούται, που παίρνει κάποιο βοήθημα, ιδίως χρηματικό: Οι βοηθηματούχοι του δημοσίου / του IKA.

[λόγ. βοηθηματ- (βοήθημα) + -ούχος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες