Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βλαστάνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
βλαστάνω· βλασταίνω.
  • 1)
    • α) Αποκτώ βλαστούς:
      • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 18020
    • β) (μεταφ.) αναπτύσσομαι:
      • η αγάπη σου … να βλαστήσει (Ερωτοπ. 392).
  • 2) (Προκ. για τη γη, τους κάμπους, κλπ.) αποκτώ βλάστηση:
    • (Διακρούσ. 11114).
  • 3) Γεννιέμαι:
    • (Διγ. Gr. 1014).

[αρχ. βλαστάνω. Η λ. και ο τ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες