Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βλαισός -ή -ό [vlesós] Ε1 : (ιατρ.) που έχει στραβά πόδια με τα γόνατα να συγκλίνουν και το κάτω τμήμα τους να αποκλίνει προς τα έξω· στραβοπόδης, στραβοκάνης. ANT ραιβός. || (επέκτ.) για κάθε μέλος ή τμήμα του σώματος που αποκλίνει προς τα έξω, στρεβλός: Bλαισοί αγκώνες. Bλαισά ισχία.
[λόγ. < αρχ. βλαισός]