Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βηξ ο [víks] Ο : (λόγ.) βήχας, στη ΦΡ απορία ψάλτου*, ~.
[λόγ. < αρχ. βήξ]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βήξιμο το [víksimo] Ο50 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του βήχω: Ένα δυνατό ~ πρόδωσε την παρουσία του.
[βηξ- (βήχω) -ιμο]