Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βασιλόφρονας [vasilófronas] για τα άλλα γένη βλ. -ων -ων -ον· Ε (βλ. Ο5) : βασιλόφρων, βασιλικός5: Bασιλόφρονες βουλευτές. || (ως ουσ.): Συγκέντρωση βασιλοφρόνων.
[λόγ. βασιλόφρ(ων) -ονας]