Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βαρύγλωσσος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
βαρύγλωσσος, επίθ.
  • Βραδύγλωσσος:
    • (Πεντ. Έξ. IV 10).

[μτγν. επίθ. βαρύγλωσσος. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες