Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- βαρέως, επίρρ.· βαρεώς.
-
- 1) Δυνατά:
- εφώναξε βαρέως (Γλυκά, Στ. 233).
- 2) Σε μεγάλο βαθμό, υπερβολικά:
- να παιδεύονται βαρέως (Ιστ. πατρ. 944).
- 3) (Προκ. για αναπνοή) βαθιά:
- ασθμαίνει βαρέως (Ιερακοσ. 4286).
- 4) Με στενοχώρια:
- βαρεώς αναστενάζει (Διγ. Esc. 455).
- 5) Με δυσφορία, με δυσαρέσκεια:
- ακούσας δε ο αυθέντης βαρέως απεδέχθη (Έκθ. χρον. 765).
[αρχ. επίρρ. βαρέως. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Δυνατά: