Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- βαρέα (I), επίρρ.· βαρά· βαρεά· βαρία· βαριά.
-
- 1) Με μεγάλο βάρος:
- βαρεά φορτώνουν σας (Διήγ. παιδ. 696 κριτ. υπ).
- 2) Δυνατά:
- βαρεά στριγγίζω (Γλυκά, Στ. 293).
- 3) Πολύ, σε μεγάλο βαθμό:
- τον πατέρα του βαρεά να τον λυπάται (Περί ξεν. 533).
- 4) (Προκ. για αρρώστια) επικίνδυνα, σοβαρά:
- ασθενεί βαρέα (Διγ. Άνδρ. 4016).
- 5) Τραχιά, σκληρά:
- βαρία τον λόγον έβγανε (Θησ. Γ´ [498]).
- 6) Βαθιά:
- αν νυστάξεις πάμπολλα ή κοιμηθείς βαρέα (Διήγ. παιδ. 950).
- 7) Με στενοχώρια:
- ως ήκουσεν, βαρέα αναστενάζει (Διγ. Z 687).
[<επίθ. βαρύς. Ο τ. ‑ιά και σήμ. Η λ. και τ. σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Με μεγάλο βάρος:
[Λεξικό Κριαρά]
- βαρέα (II) η· βαριά.
-
- Μεγάλο σιδερένιο σφυρί:
- πιάνει την βαριά και κόφτει τους περάτες (Φαλιέρ., Ιστ. 197).
[θηλ. του επιθ. βαρύς ως ουσ. Η λ. το 10. αι. και σήμ. ιδιωμ., ενώ ο τ. κοιν.]
- Μεγάλο σιδερένιο σφυρί: