Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- βαπτίζω· βαφτίζω.
-
- I. (Μέσ.) βυθίζομαι σε υγρό, «λούζομαι» κ.:
- έκοψαν το κεφάλι της, με αίμα εβαπτίσθη (Βεντράμ., Γυν. 234)·
- (μεταφ.):
- ελιγοθύμησε βαπτισθείσα την θλίψιν (Διγ. Esc. 1864).
- II. Ενεργ.
- 1)
- α) Τελώ το μυστήριο του βαπτίσματος (προκ. για ιερέα), βαφτίζω κάπ.:
- παιδία ουδέν εβάφτιζαν (Χρον. Μορ. P 5966)·
- β) βαφτίζω κάπ. ως ανάδοχος:
- εκεί ήτον ένας του τατάς οπού τον εβάπτισεν (Μαχ. 49216)·
- γ) (προκ. για αλλόθρησκο) κάνω κάπ. χριστιανό:
- εκατάστησεν έναν Τούρκον … και εβαπτίσαν τον (Μαχ. 30215).
- α) Τελώ το μυστήριο του βαπτίσματος (προκ. για ιερέα), βαφτίζω κάπ.:
- 2) Δίνω όνομα, ονομάζω (κατά τη βάπτιση και γενικ.):
- δυο περιστέρια …, Τάρσιαν και τον Γαβριήλ έχω τα βαπτισμένα (Θρ. Κύπρ. 534).
- 1)
[αρχ. βαπτίζω. Η λ. και ο τ. και σήμ.]
- I. (Μέσ.) βυθίζομαι σε υγρό, «λούζομαι» κ.: