Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- βαθιά, επίρρ.· βαθέα· βαθία.
-
- 1)
- α) Σε βάθος:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ [1389])·
- λάκκους να σκάφτουνε βαθιά (Τζάνε, Κρ. πόλ. 5254)·
- ρίξει χαλάζι μ’ αστραπή, χώσει βαθιά τον ήλιο (Ερωτόκρ. Β´ 2353)·
- β) (μεταφ.) στο βάθος ή από το βάθος της ψυχής:
- πλια βαθιά ο πόθος της ριζώνει (Ερωτόκρ. Β´ 1327· Σουμμ., Παστ. φίδ. Β´ [940]).
- α) Σε βάθος:
- 2) Από μακριά:
- εφάνην έναν άρμενον βαθιά σαν περιστέρι (Ιμπ. (Legr.) 810).
- 3) (Προκ. για λογισμό) έντονα:
- ο ρήγας βάνει λογισμό, πολλά βαθιά τον πιάνει (Ερωτόκρ. Α´ 507).
[<επίθ. βαθύς. Η λ. στο Βλάχ. (‑υά) και σήμ.]
- 1)