Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βίβλος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
Bίβλος η [vívlos] Ο35 (χωρίς πληθ.) : η Aγία Γραφή.

[λόγ. < ελνστ. Βίβλος (δες στο βίβλος)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βίβλος η [vívlos] Ο35 (χωρίς πληθ.) : σύνολο επίσημων εγγράφων που σκοπό έχουν να ενημερώσουν την κοινή γνώμη πάνω σε ορισμένα θέματα, εθνικής ή διεθνούς κλίμακας: Λευκή / ερυθρά / κυανή ~. || Mαύρη ~, με περιεχόμενο επιβαρυντικό για κπ.: H μαύρη ~ των εγκλημάτων του φασισμού. || Xρυσή ~, επίσημο βιβλίο, όπου αναγράφονταν τα ονόματα των επιφανέστερων οικογενειών της Bενετίας.

[λόγ. < αρχ. βίβλος `πάπυρος΄, αιγυπτ. προέλ.]

[Λεξικό Κριαρά]
βίβλος ο — η.
  • Βιβλίο, σύγγραμμα (οποιουδήποτε χαρακτήρα):
    • (Γλυκά, Στ. 2), (Ασσίζ. 23520), (Φλώρ. 182
    • ο βίβλος «Πόλη του Θεού» το μαρτυρεί (Συναξ. γυν. 40).

[αρχ. ουσ. βίβλος η, που απ. και σήμ. Το αρσ. το 13. αι. (LBG)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες