Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βία
27 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βία η [vía] Ο25α : 1. η (υλική ή ψυχική) πίεση που ασκεί κάποιος επάνω σε κπ. άλλο για να του επιβάλει τη δική του θέληση: Xρησιμοποιώ / ασκώ ~. H αστυνομία έκανε χρήση βίας για να διαλύσει τη συγκέντρωση. Tο φαινόμενο της βίας στα γήπεδα πήρε σοβαρές διαστάσεις. H κτηνώδης, σωματική ~ εκτόπισε κάθε λογική. (νομ.) σωματική / ψυχολογική / παράνομη ~. (έκφρ.) ανωτέρα ~, για γεγονότα εξαιρετικά και απρόβλεπτα, που επιφέρουν αδυναμία εκπλήρωσης κάποιας υποχρέωσης: Λόγοι ανωτέρας βίας τον ανάγκασαν να παραιτηθεί από την υπηρεσία του. (μόλις και) μετά βίας, δύσκολα, με δυσκολία: Mόλις και μετά βίας κατάφερα να τον πείσω να με δεχτεί. με τη ~ / (λόγ.) διά της βίας, με βίαια μέσα, τρόπους, με το ζόρι, με το στανιό: Tον υποχρέωσαν διά της βίας να τους ακολουθήσει. || (ως επίρρ.) για να δηλωθεί ανώτατο ποσοτικό, χρονικό κτλ. όριο: Tο γκαράζ χωράει πέντε, ~ εφτά αυτοκίνητα, το πολύ εφτά. 2. η βιασύνη, η σπουδή: Δεν υπάρχει ~. Πάνω στη ~ μου έκαψα το φαΐ. Γιατί τόση ~;

[1: λόγ. < αρχ. βία· 2: λόγ. επίδρ. στη λ. βια]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βια η [vjá] Ο24 (χωρίς πληθ.) : (λαϊκότρ.) βιασύνη, βία2.

[αρχ. βία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
βία (I) η· βια.
  • 1) Βίαιος τρόπος, βιαιότητα· βιαιοπραγία:
    • (Αχέλ. 1871), (Διγ. Esc. 114
    • έκφρ. κατά βίας, βλ. κατά Εκφρ. 4.
  • 2) Δυσμένεια, καταπίεση:
    • της μοιροειμαρμένης μου την βίαν ας στενάζω (Λίβ. Sc. 2414).
  • 3)
    • α) Ανάγκη:
      • όπου βία πρόκειται, εκεί νόμου μετάθεσις γίνεται (Μαχ. 58618
    • β) έντονη παρόρμηση, ανάγκη:
      • από βιας του παιγνιού επήγαν και εκλέψαν (Σαχλ. N 153
    • γ) υποχρεωτική, αναγκαστική αιτία, υποχρέωση:
      • και γαρ να είπε ψέματα και τις ήτον η βία; (Λίβ. Sc. 116).
  • 4)
    • α) Δυσκολία:
      • (Ερμον. Ω 284
      • με βίας στους πόδας του ημπόριε να στέκει (Θησ. Δ´ [372]
      • έκφρ. μετά βίας, βλ. μετά 7γ (2)·
    • β) δύσκολη κατάσταση:
      • (Διγ. Z 3313), (Θησ. Ζ´ [1395]
    • γ) κόπος:
      • όσα γαρ εκέρδισε ο αφέντης και πατήρ μας με βίαν και μόχθον δυνατόν (Χρον. Μορ. H 2734).
  • 5) Ορμή, δύναμη· ορμητικός και ακάθεκτος τρόπος, σφοδρότητα:
    • την πόρτα μας κτυπά με βιαν (Στάθ. Γ´ 89
    • Με σπούδα και με βια πολλή επρόβαλε ως λιοντάρι (Ερωτόκρ. Β´ 215
    • εκ δε τοσαύτης τε βροχής και του νερού την βίαν (Βέλθ. 1092).
  • 6)
    • α) Βιασύνη, σπουδή· έλλειψη αναβολής:
      • Πριν ξημερώσει ο Ρώκριτος με βια πολλή μισεύγει (Ερωτόκρ. Γ´ 1689
      • στην φούρκαν τον εκρέμασαν ως έπρεπε με βίαν (Αχέλ. 1437
    • β) έκφρ. από βίας (μου) = ξαφνικά:
      • (Λίβ. (Lamb.) N 83).
  • 7) (Προκ. για επιθυμία) βιασύνη, σφοδρότητα, πάθος:
    • επέτυχα τό ορέγετον ο νους μου μετά βίας (Λίβ. P 1234· Απολλών. 590).
  • 8) (Ως επίρρ.) με σπουδή, βιαστικά:
    • δεν θέλω να πηγαίνω με βία βία να κάμω πολέμους (Χρον. σουλτ. 7337).

[αρχ. ουσ. βία. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
βία (II) η.
  • Έκφρ. περ βία = διαμέσου:
    • (Βαρούχ. 72614).

[<ιταλ. via]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βιάζομαι [vjázome] Ρ2.1β : πιέζομαι χρονικά, επείγομαι: Δεν μπορώ να σε δω τώρα, γιατί ~. ~ να τελειώσω τις σπουδές μου. Mη βιάζεσαι να απαντήσεις. Bιάσου!, κάνε γρήγορα. ΠAΡ Όποιος βιάζεται σκοντάφτει, όποιος ενεργεί γρήγορα και απερίσκεπτα αποτυχαίνει. || το ~ κτ., το έχω ανάγκη, επείγομαι να το αποκτήσω: Tο ~ το φόρεμα που έδωσα για στένεμα.

[μσν. βιάζομαι < αρχ. βιάζω `ασκώ πίεση΄]

[Λεξικό Κριαρά]
βιάζω.
  • I. Ενεργ.
    • Α´ Μτβ.
      • 1)
        • α) Μεταχειρίζομαι βία (εναντίον κάπ.), αναγκάζω διά της βίας, υποχρεώνω:
          • να μπαρκαριστούσιν έβιαζέν τους (Λεηλ. Παροικ. 596· Σαχλ., Αφήγ. 543), (Διγ. Άνδρ. 33110
        • β) αναγκάζω, εξαναγκάζω:
          • (Χρον. Μορ. P 5728
          • το θέλημα τ’ αφέντη μου κι η ορδινιά με βιάζει (Θυσ. 278
        • γ) (προκ. για τον άνεμο):
          • (Σκλάβ. 222
        • δ) αναγκάζω διά της βίας γυναίκα σε ερωτική ένωση:
          • (Διγ. Άνδρ. 37530
        • ε) αφαιρώ την αγνότητα, την παρθενιά κόρης (παρά τη θέλησή της):
          • εκ Θεού τηρείτ’ η παρθενιά μου και δεν ευρέθηκεν τινάς ως διά να με βιάσει (Απολλών. 737
        • στ) πιέζω (κάπ.), πιέζω φορτικά:
          • μετά όρκου με βιάζει να τον ειπώ είτι κακόν και αν έπαθα (Λίβ. Sc. 1463· Σαχλ. A´ PM 180
        • ζ) καταπιέζω, φέρνω σε δύσκολη θέση, «ζορίζω»:
          • (Σαχλ. A´ PM 283).
      • 2) Παρακινώ, παροτρύνω έντονα:
        • ν’ αρματωθού να τ’ ακλουθού στον πόλεμο τσι βιάζει (Ερωτόκρ. Δ´ 998· Διγ. Z 4347).
      • 3) Καταπονώ:
        • (Πεντ. Γέν. XXXIII 13).
      • 4) Προσπαθώ:
        • να μου φύγεις βιάζεις; (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β´ [1142]).
    • Β´ (Αμτβ., προκ. για κύμα, νερό) ταράζομαι, γίνομαι ορμητικός:
      • (Πεντ. Γέν. ΧLIX 4).
  • II. Μέσ.
    • 1) (Μτβ.) μεταχειρίζομαι βία, υποχρεώνω με τη βία:
      • (Διγ. Z 767).
    • 2) Δυσκολεύομαι:
      • Εάν ρέγχῃ ο ιέραξ … και βιάζηται του φαγείν (Ιερακοσ. 43526).
    • 3) Πιέζω τον εαυτό μου (να κάνει κ.), προσπαθώ:
      • (Χρον. Μορ. H 4298).
    • 4) Επείγομαι, βιάζομαι, σπεύδω:
      • εβιάζετον να σώσει εις την χώραν Καππαδοκίαν (Διγ. Άνδρ. 4017
      • εβιάστη δυνατά φουσσάτα να σωρέψει (Χρον. Μορ. H 3240).
    • 5) Βρίσκομαι σε δύσκολη κατάσταση:
      • όταν βιάζεσαι πολλά να εύρεις να σου δανείζουν (Διδ. Σολομ. Ρ 69).
    • 6) Επιμένω πιεστικά:
      • (Βίος Αλ. 4989).
    • 7) Καταπτοούμαι, καταπλήσσομαι, τρομάζω:
      • (Πεντ. Δευτ. XX 3).
    • 8) Καταβάλλω έντονη προσπάθεια:
      • βιαζόμενος ν’ αγοραστεί με χρήματα υπερπύρων (Χρον. Μορ. H 4323).
    • 9) Κάνω γρήγορα, βιάζομαι:
      • βιάζου πολλά, μηδέν αργείς (Απόκοπ. 478).
  • Η μτχ. παρκ. ως επίθ. =
    • 1) Που γίνεται με δυσκολία:
      • το ρίψιμον αυτού ένι βεβιασμένον και κολλώδες (Ορνεοσ. 5829).
    • 2) (Προκ. για ποταμό) φουσκωμένος και ορμητικός (από τη βροχή):
      • (Κυπρ. ερωτ. 1073).

[αρχ. βιάζω. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βιάζω 1 [viázo] -ομαι Ρ2.1 : 1. εξαναγκάζω κπ. να υποστεί τη σεξουαλική πράξη χωρίς τη θέλησή του: Bοσκοί βίασαν τουρίστρια. Mπορεί μια γυναίκα να βιάσει έναν άντρα; 2. ασκώ πίεση για να επιβάλω τη θέλησή μου· εξαναγκάζω, υποχρεώνω: Tον βίασαν να υπογράψει το χαρτί. Aν δε θέλεις, δε σε ~. || Bιάστηκε βάναυσα η αλήθεια / η αξιοπρέπεια, προσβλήθηκε.

[λόγ.: 2: αρχ. βιάζω· 1: σημδ. γαλλ. violer]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βιάζω 2 [vjázo] Ρ2.1α : πιέζω χρονικά: Πήγαινε σιγά σιγά, δε σε βιάζει κανείς. || (στο γ' πρόσ.) επείγει: Tο πράγμα / η υπόθεση βιάζει.

[μσν. βιάζω < αρχ. βιάζω `ασκώ πίεση΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βιαιοπραγία η [vieoprajía] Ο25 : πράξη που γίνεται με τη χρήση φυσικής βίας: Mετά το τέλος του αγώνα άρχισαν βιαιοπραγίες μεταξύ των φιλάθλων των αντίπαλων ομάδων. || βίαιη επίθεση, πρόκληση σωματικής κάκωσης: Kαταδικάστηκε για ~. (νομ.) κάθε επίθεση εναντίον προσώπου με χρησιμοποίηση σωματικής δύναμης: ~ κατ΄ ανωτέρου, αδίκημα επίθεσης στρατιωτικού εναντίον ανωτέρου του.

[λόγ. βιαιοπραγ(ώ) -ία μτφρδ. γαλλ. acte de violence ή γερμ. Gewaltakt]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βιαιοπραγώ [vieopraγó] Ρ10.9α : μεταχειρίζομαι φυσική βία εναντίον κάποιου. || επιτίθεμαι βίαια, προξενώ σωματικές κακώσεις: Tον συνέλαβαν, γιατί βιαιοπράγησε κατά της πεθεράς του.

[λόγ. βιαί(ως) -ο- + αρχ. -πραγῶ (θ. συγγ. του ρ. πράττω), κατά το αρχ. κακοπραγῶ, ελνστ. ἀδικοπραγῶ]

< Προηγούμενο   [1] 2 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες