Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- βαλέντε, επίθ. άκλ.
-
- Ικανός, πεπειραμένος:
- ανθρώπους … βαλέντε του πολέμου (Μαχ. 5546).
[<ιταλ. valente. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (Kahane, GR II 120)]
- Ικανός, πεπειραμένος:
[Λεξικό Κριαρά]
- βαλεντίζα η.
-
- Γενναιότητα:
- γροικώ … τά ξηγούνται διά την βαλεντίζαν σου (Μαχ. 6444 χφ O κριτ. υπ).
[<παλαιότ. διαλεκτ. γαλλ. vallentise (= vaillantise)]
- Γενναιότητα:
[Λεξικό Κριαρά]
- βαλεντίσσιμος, επίθ.
-
- Γενναίος, ανδρείος:
- όμορφον κορμίν και βαλεντίσσιμος άνθρωπος (Μαχ. 2289 χφ O κριτ. υπ. (έκδ. βαλτίσιμος, διόρθ. Dawkins, Μαχ. Β´ 240)).
[<ιταλ. valentissimo]
- Γενναίος, ανδρείος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βαλεριάνα η [valeriána] Ο25 : ποώδες, αρωματικό φυτό που οι ρίζες του χρησιμοποιούνται ως αντινευραλγικό και ως ηρεμιστικό φάρμακο.
[ιταλ. valeriana]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βαλές ο [valés] Ο13 : 1. τραπουλόχαρτο που παριστάνει νεαρή αντρική μορφή· φάντης. 2. προσωπικός υπηρέτης, ακόλουθος υψηλού προσώπου σε παλαιότερες εποχές.
[γαλλ. vale(t) -ς]