Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βάιον
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
βάιον το· βαΐον.
  • 1) Κλαδί φοινικιάς, δάφνης, μυρτιάς, κ.ά.:
    • βαΐα μυρσίνης (Σφρ., Χρον. 4417).
  • 2) (Σε γεν. πληθ.) η Κυριακή πριν από το Πάσχα:
    • (αυτ. 4416).

[μτγν. ουσ. βάιον. Ο τ. σε σχόλ. (DGE) και σήμ. ποντ.· βλ. και LBG (λ. ΐον). Τ. βά(γ)ιο και σήμ. συν. στον πληθ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες