Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυτοσεβασμός ο [aftosevazmós] Ο17 : το συναίσθημα σεβασμού και εκτίμησης προς τον εαυτό μας, που μας αποτρέπει από πράξεις και εκδηλώσεις που μειώνουν την ηθική αξία, την αξιοπρέπειά μας: Έλλειψη αυτοσεβασμού.
[λόγ. αυτο- + σεβασμός μτφρδ. αγγλ. self-respect]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοσεβασμός [aftosevazmós] ο, (L)
- self-respect, self-esteem (syn αυτοεκτίμηση):
- πρέπει να κρατήσω τον όρκο μου· είναι ζήτημα αυτοσεβασμού (Theotokas) |
- νοιώθουμε την ανάγκη μιας ευπρέπειας, που να στηρίζει τον αυτοσεβασμό μας (Terzakis) |
- ο άτυχος ερωτευμένος, που έχει αυτοσεβασμό, κλείνεται στον εαυτό του· και δεν ενοχλεί .. ένα τίμιο κορίτσι (Karagatsis) |
- ποια νίκη είναι επιτευκτή δίχως ελευθερία κι αυτοσεβασμό; (Kolyva)
[fr kath (neol: Koumanoudis) αυτοσεβασμός, cpd w. σεβασμός]
- self-respect, self-esteem (syn αυτοεκτίμηση):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοσερβίρισμα [aftoservírizma] το, (L)
- self-service (syn αυτοεξυπηρέτηση):
- φαντάστηκε ν' ανοίξει στην Oμόνοια [στην Aθήνα] ένα μαγαζί αυτοσερβιρίσματος (Melas)
[neol, cpd w. σερβίρισμα]
- self-service (syn αυτοεξυπηρέτηση):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοσερβίρομαι [aftoservírome] aor subj αυτοσερβιρισθώ, (L)
- serve o.s., help o.s. (to food etc) (syn σερβίρομαι):
- η οικοδέσποινα τους είπε να αυτοσερβιρισθούν |
- στα πάρτι τώρα αυτοσερβίρονται, όπως κάνουν και οι κοπέλες της γειτονιάς στο χωριό (Loukatos)
[neol, cpd w. σερβίρομαι]
- serve o.s., help o.s. (to food etc) (syn σερβίρομαι):