Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυτόνομος -η -ο [aftónomos] Ε5 : που έχει αυτονομία: Aυτόνομη επαρχία (ενός κράτους). ~ οικονομικός οργανισμός. Aυτόνομο συνδικαλιστικό κίνημα. Aυτόνομα εργατικά συνδικάτα. Aυτόνομη λειτουργία / ύπαρξη. Aυτόνομη θέρμανση. || (ως ουσ.) ο αυτόνομος.
αυτόνομα ΕΠIΡΡ με τρόπο αυτόνομο: Ενεργώ ~. [λόγ. < αρχ. αὐτόνομος `ανεξάρτητος΄ σημδ. γαλλ. autonome (στη νέα σημ.) < αρχ. αὐτόνομος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτόνομος, -η, -ο [aftόnomos] (L)
- ① polit autonomous, sovereign, self-governing (syn αυτεξούσιος 1):
- αυτόνομη κοινότητα, πολιτεία, χώρα |
- αυτόνομο βασίλειο, πανεπιστήμιο |
- ~ οργανισμός δημοσίου δικαίου |
- οι Έλληνες ζουν πάντα αυτόνομοι ή ιδιοκυβέρνητοι, όσο και να είναι πολιτικώς σκλάβοι (IDragoumis) |
- βρήκε την ευκαιρία να πάρει στην αυτόνομη εξουσία του τον τόπο (Panagiotop) |
- η περιφέρεια .. αποκτά μιαν αυτόνομη δυνατότητα επιλογής και επεμβάσεων (Zachareas)
- ② fig self-existing, autonomous, independent, individual (syn αυτεξούσιος 2):
- αυτόνομη επιστήμη, έρευνα, τέχνη, υπόσταση |
- αυτόνομη πνευματική δημιουργία |
- ο έλεγχος της μορφής της πόλεως πρέπει να γίνει ~, έξω της γραφειοκρατίας (Papantoniou) |
- τα πάντα εξελίσσονται μέσα στον κόσμο σύμφωνα με εσωτερική αυτόνομη ανάπτυξη (Georgoulis) |
- τα φιλοσοφικά συστήματα αποτελούν αξίες .. αυτόνομες και ανεπανάληπτες (Theodorakop) |
- σε αναγκάζει για μια στιγμή .. να ιδείς το γάλα σαν κάτι αυτόνομο, άσχετα με την υπόλοιπη διήγηση (Kakridis)
- ③ philos conforming to self-imposed rules of (moral) conduct, autonomous (syn αυτονομούμενος, ant ετερόνομος):
- αυτόνομη βούληση, προσωπικότητα, σκέψη |
- ένα από τα βασικά προβλήματα .. στο χειρισμό των παιδιών ήταν η βαθμιαία μετάβαση από την ετερόνομη στην αυτόνομη πειθαρχία (Delmouzos) |
- ο άνθρωπος παιδεύεται επειδή αυτοάγεται, επειδή λοιπόν είναι ~ και όχι ετερόνομος (Tatakis)
[fr kath αυτόνομος ← K (also pap), AG, cpd w. combin. form -νομος; άνομος, έννομος, εύνομος, ευθύνομος, ισό-, φιλόνομος etc]
- ① polit autonomous, sovereign, self-governing (syn αυτεξούσιος 1):