Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αυτόβουλος, επίθ.· ατόβουλος.
-
- Που ενεργεί με δική του βούληση:
- (Διήγ. Aλ. G 28716).
[αρχ. επίθ. αυτόβουλος. H λ. και σήμ.]
- Που ενεργεί με δική του βούληση:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυτόβουλος -η -ο [aftóvulos] Ε5 : (για ενέργεια κτλ.) που πηγάζει από την ελεύθερη και συνειδητή βούληση κάποιου, που δε γίνεται κάτω από την επιβολή εξωτερικής δύναμης ή ανάγκης· οικειοθελής, εκούσιος: Aυτόβουλη προσφορά / απόφαση / ενέργεια.
αυτόβουλα & αυτοβούλως ΕΠIΡΡ με τρόπο αυτόβουλο· οικειοθελώς, εκούσια: Προσφέρθηκε να μας βοηθήσει ~. [λόγ. < αρχ. αὐτόβουλος· λόγ. αυτόβουλ(ος) -ως]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτόβουλος, -η, -ο [aftόvulos] (L)
- ① having a will of one's own, independent (syn αυτοθέλητος, near-syn ανεξάρτητος 1):
- αυτόβουλα παιδιά |
- θα είναι κάποια λύτρωση, αν ξεκόψουμε απ' όλα κι απ' όλους και βρεθούμε κάπου αυτόβουλοι και αυτεξούσιοι (Panagiotop) |
- πλάθει δική του εθνική, ελληνική νοοτροπία, σαν αποστάτης και ~ οικοδόμος (Valetas)
- ② based on or deriving fr one's own will, independent:
- ο κίνδυνος είναι να την πάρει το ρεύμα του νεωτερισμού και να μην ορθώσει ποτέ αυτόβουλη γνώμη (Theodorakop) |
- έχει καταντήσει σπανιότατο εύρημα ο αυτόνομος, ~ και απροκατάληπτος στοχασμός (Panagiotop) |
- να εφευρεθεί ένας τρόπος διαφορετικής λειτουργίας των αυτοματικών και των αυτόβουλων ιδιοτήτων του πνεύματος (Karantonis)
- ⓐ voluntary, willful, willing (syn in αυτεπάγγελτος 1):
- χαρακτηρίζει αθέμιτη την αυτόβουλη καταστροφή της ζωής (Theodorakop) |
- ελευθερία δε θα πει ασυδοσία, αλλά υποταγή, αυτόβουλη όμως, εσωτερική πειθαρχία στο νόμο του χρέους (Tatakis) |
- προτείνει ο αποκλεισμός της ένωσης να γίνει ~, δηλαδή με πρωτοβουλία της ίδιας της κυπριακής κυβέρνησης (Christidis) |
- πειθαναγκασμός και αυτόβουλη απόφαση είχαν ογκώσει το πλήθος των αποστατών (Floros)
[fr kath αυτόβουλος ← MG ← AG, cpd w. βουλή]
- ① having a will of one's own, independent (syn αυτοθέλητος, near-syn ανεξάρτητος 1):