Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αὐτοπροαίρετος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
αυτοπροαίρετος, επίθ.
  • Που ενεργεί με δική του προαίρεση:
    • αν αυτοπροαίρετος ου θέλει να γυρίσει, επάρετέ τον πεταστόν (Bέλθ. 118).

[μτγν. επίθ. αυτοπροαίρετος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοπροαίρετος, -η, -ο [aftoproéretos] (L)
  • deriving fr or based on one's own accord, initiative or freewill, voluntary (near-syn αυθόρμητος 1, αυτεπάγγελτος 1, αυτόβουλος 2):
    • ~ έρανος |
    • αυτοπροαίρετη βοήθεια, πειθαρχία, συμμετοχή |
    • η συνοίκηση [στις μεγάλες πολιτείες] δεν είναι αυτοπροαίρετη, στηρίζεται σ' ένα καταναγκασμό (Panagiotop)

[fr kath αυτοπροαίρετος ← postmed (Somavera) ← ByzG (4th & 5th c.) & PatrG, cpd w. AG προαιρετός (cf also adv PatrG αὐτοπροαιρέτως); cf ἀπροαίρετος (Aristotle), εὐπροαίρετος (Ptol. +), ἰδιοπροαίρετος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες