Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυτονομία η [aftonomía] Ο25 : α.το δικαίωμα μιας πολιτικής ή κοινωνικής ομάδας (εθνότητας, φυλής, οργανισμού κτλ.) να καθορίζει μόνη της τους νόμους της λειτουργίας της και τη δραστηριότητά της, χωρίς καμιά αποφασιστική ή συμπληρωματική επέμβαση: H ~ μιας χώρας / μιας περιοχής / μιας επαρχίας / ενός λαού. H ~ ενός κόμματος / μιας συνδικαλιστικής οργάνωσης. H ~ του συνδικαλιστικού κινήματος. Οικονομική / πολιτική ~. β. (γενικότ.) η έλλειψη οποιασδήποτε εξάρτησης και επίδρασης από εξωτερικούς παράγοντες: H ~ της τέχνης. H ηθική ~ του ανθρώπου.
[λόγ. < αρχ. αὐτονομία `ανεξαρτησία΄ σημδ. γαλλ. autonomie (στη νέα σημ.) < αρχ. αὐτονομία]
[Λεξικό Κριαρά]
- αυτονομία η.
-
- Aνεξαρτησία:
- (Iερακοσ. 3529).
[αρχ. ουσ. αυτονομία. H λ. και σήμ.]
- Aνεξαρτησία:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτονομία [aftonomía] η, (L)
- ① polit right or power of a minority (community etc) contained in a larger political unit to legislate and carry out its own laws within certain limits, home rule, autonomy (near-syn ανεξαρτησία, αυτοδιοίκηση 1, αυτοκυβέρνηση):
- δικαστική, διοικητική, κοινοτική, οικονομική ~ |
- επωφελήθηκε της τουρκικής αδυναμίας και πέτυχε στο 1840 ευρύτατη ~ της Aιγύπτου (Kazantz) |
- η συμφωνία .. παραδέχεται επίσημα την ~ του θιβετιανού λαού (Evelpidis) |
- έπρεπε η Eλλάς .. να διατηρήσει πλήρη διαπραγματευτική ~ (IPesmazoglou)
- ② fig self-existence, autonomy, independence (syn αυτεξούσιο 2):
- καλλιτεχνική, πνευματική ~ |
- κηρύσσεται .. η ανεξαρτησία της τέχνης από την ηθική, η ~ της καλλιτεχνικής ή αισθητικής ενέργειας (Karouzos) |
- κάθε στίχος, κάθε δίστιχο, ξεπετιέται ανεξάρτητα και τείνει προς την ~ (Dimaras)
- ③ philos right or power of an individual to choose for himself rules of (moral) conduct, autonomy (ant ετερονομία):
- τι άλλο μπορεί να είναι η ελευθερία παρά η ~, δηλαδή η ιδιότητα μιας βούλησης να είναι η ίδια νόμος για τον εαυτό της; (Papanoutsos)
[fr kath αυτονομία ← MG ← K (also pap), AG, der of αὐτόνομος w. suff -ία]
- ① polit right or power of a minority (community etc) contained in a larger political unit to legislate and carry out its own laws within certain limits, home rule, autonomy (near-syn ανεξαρτησία, αυτοδιοίκηση 1, αυτοκυβέρνηση):