Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυτομολία η [aftomolía] Ο25 : αυτομόληση.
[λόγ. < αρχ. αὐτομολία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτομολία [aftomolía] η, (L)
- desertion to the enemy (syn αυτομόληση):
- ~ σε καιρό πολέμου τιμωρείται με θάνατο |
- αυτή η κατάφωρη παραβίαση διακηρύξεων, .. αυτός ο ίλιγγος της ασυνέπειας, της αποστασίας, της αυτομολίας, συνθέτουν .. ένα καινούργιο φαινόμενο του εθνικού βίου (Theotokas)
[fr kath αυτομολία ← K (also pap), AG (Thuc.), der of αυτόμολος; cf ψευδαυτομολία 'sham desertion' (Polyaen., 2nd c. AD)]
- desertion to the enemy (syn αυτομόληση):