Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αὐτοκίνητος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυτοκίνητος -η -ο [aftokínitos] Ε5 : που κινείται μόνος του. ANT ετεροκίνητος.

[λόγ. < αρχ. αὐτοκίνητος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοκίνητος, -η, -ο [aftocínitos] (L)
  • self-moving, self-propelled, automotive (syn αυτοκινούμενος, αυτοπροωθούμενος):
    • αυτοκίνητο όχημα, ποδήλατο |
    • η ψυχή .. είναι ουσία απλή, αόρατη, .. άχρονη, αυτοκίνητη (Theodoridis) |
    • ό,τι είπαν οι Έλληνες για το αυτοκίνητο και υλικό ον .. θα το δεχτούμε (Tatakis) |
    • poem αυτοκίνητες πάντα ανοιγοκλειούνε | οι τρεις θύρες και αχό δεν προξενούνε (Solom)

[fr kath αυτοκίνητος ← postmed, ByzG (also pap) ← PatrG, K, AG, cpd w. κινητός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες