Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αὐτοθελής
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
αυτοθελής, επίθ.
  • Που ενεργεί, που κάνει κ. με τη θέλησή του:
    • (Ψευδο-Σφρ. 19012).

[μτγν. επίθ. αυτοθελής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες